-
1 классный
επ.1. της τάξης•-ая доска πίνακας της τάξης•
классный руководитель ο υπεύθυνος καθηγητής της τάξης.
2. της κατηγορίας, του βαθμού. || υψηλού επιπέδου•-ая игра παιγνίδι των άσσων•
классный удар ισχυρότατο σουτ.
εκφρ.классный вагон – επιβατικό βαγόνι•- ая дама – παλ. δασκάλα παρθεναγωγείου. -
2 знак
1. (для обозначения чего-л., указания на что-л.) το σημείο, το σήμαаннули-рование товарного - а торг. η ακύρωση του σήματος κατατεθέντοςвладелец товарного - а торг. о κάτοχος του σήματος κατατεθέντοςвопросительный - грам. см. ниже таблицу восклицательный - грам. см. ниже таблицу - гарантии η απόδειξη εγγύησηςторговый - см. товарный -фирменный - см товарный -2. (символ) το σύμβολ/οвыносить множитель из-под - а корня βγάζω τον πολλαπλασιαστή έξω από το - της ρίζαςравный по величине и противоположный по - у ίσο σε μέγεθος/τιμή, αλλά αντίθετου σημείου- вычитания - της αφαίρεσης, το πλην- διά- равенства - της ισότητας, το ίσον- сложения - της πρόσθεσης, το συν- умножения - του πολλαπλασιασμού, το επί3. (след, отметина) το ίχνος, το σημάδι 4. (сигнал) το σήμα, το σινιάλο 5. (авто) το σήμα, η πινακίδα 6. - и мн. мор. - грузовых марок с дисками Плим-соля οι γραμμές φόρτωσης και οι μπάλες 7. (кода, программирования) ο χαρακτήραςбуквенно-цифровой - вчт. αλφαριθμητικός -буквенный - вчт. αλφαβητικός -управляющий вчт. - του ελέγχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > знак
-
3 журнал
журнал м 1) το περιοδικό иллюстрированный \журнал το εικονογραφημένο περιοδικό \журнал мод το φιγουρίνι 2) (для записи) το ημερολόγιο классный \журнал το ημερολόγιο της τάξης* * *м1) το περιοδικοίиллюстри́рованный журна́л — το εικονογραφημένο περιοδικό
журна́л мод — το φιγουρίνι
2) ( для записи) το ημερολόγιοкла́ссный журна́л — το ημερολόγιο της τάξης
-
4 руководитель
руководитель м 1) о επικεφαλής; о προϊστάμενος, ο διευθυντής (учреждения)' о ηγέτης (вождь) 2): классный \руководитель о υπεύθυνος δάσκαλος ( της τάξης)* * *м2)кла́ссный руководи́тель — ο υπεύθυνος δάσκαλος (της τάξης)
-
5 охрана
-ы θ.1. περιφρούρηση• προστασία, προφύλαξη• διαφύλαξη•охрана материнства προστασία της μητρότητας•
охрана социалистической собственности περιφρούρηση της σοσιαλιστικής περιουσίας (ιδιοκτησίας)•
охрана лесов προστασία των δασών.
|| τήρηση•охрана поридка милицией η τήρηση της τάξης από την αστυνομία.
2. φρουρά•пограничная охрана η φρουρά των συνόρων, ο-ροφυλακή•
береговая охрана ακτοφρουρά•
личная σωματοφυλακή.
|| φυλάκιο (στρατιωτικό). -
6 утверждение
-я ουδ.1. στερέωση• εδραίωση•утверждение власти εδραίωση της εξουσίας•
утверждение порядка εδραίωση της τάξης.
2. επικύρωση• έγκριση•утверждение договора επικύρωση της συμφωνίας•
плана έγκριση του σχεδίου•
утверждение закона επικύρωση του νόμου•
утверждение в должности έγκριση διορισμού•
дать на утверждение υποβάλλω για έγκριση.
3. θέση, σκέψη, γνώμη• ισχυρισμός•его -я совершенно правильны οι ισχυρισμοί του είναι απόλυτα σωστοί.
-
7 блюститель
блюсти́||тельм ὁ τηρητής:\блюстительтель порядка ирон. τό ὀργανο τής τάξης. -
8 дворянский
двор||янскийприл ἀρχοντικός, τής τάξης τῶν εὐγενῶν:\дворянскийянское сословие τό ἀρ-χοντολόγι, ἡ τάξη τῶν εὐγενῶν \дворянскийянское происхождение ἡ ἀρχοντική (или ἡ ἀριστοκρατική) καταγωγή. -
9 журнал
журналм1. τό περιοδικό[ν]:иллюстрированный \журнал τό εἰκονογραφημένο περιοδικό· \журнал мод τό περιοδικό μόδας, τό φιγουρίνι·2. (для записи) τό κατάστι-χο[ν], τό ήμερολόγιο[ν]:судовой \журнал τό ἡμερολόγιο πλοίου· классный \журнал τό ἡμερολόγιο τής τάξης, ὁ κατάλογος· занести в \журнал καταγράφω ἔγγραφο, πρωτοκολλώ. -
10 соблюдение
соблю||дениес ἡ τήρηση:\соблюдениедение правила (закона, порядка) ἡ τήρηση τοῦ κανόνα (τοῦ νόμου, τής τάξης). -
11 блюститель
-я α. –ница, -ы θ.ο, η τηρητής•блюститель тишины τηρητής ησυχίας•
блюститель закона τηρητής του νόμου•
блюститель порядка τηρητής της τάξης.
-
12 ответственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о1. υπεύθυνος• υπόλογος•-ое лицо за выполнение плана υπεύθυνο πρόσωπο για την εκπλήρωση του πλάνου•
ответственный редактор υπεύθυνος συντάκτης•
человек, ответственный за сохранение порядка άνθρωπος, υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης.
2. πολύ σοβαρός ή σπουδαίος•-ая работа υπεύθυνη δουλειά•
-ое поручение εντολή μεγάλης σπουδαότητας.
-
13 соблюдение
-я ουδ.1. τήρηση•соблюдение порядка η τήρηση της τάξης•
соблюдение законов τήρηση των νόμων•
соблюдение приличий η τήρηση των κανόνων καλής συμπεριφοράς (ευπρέπειας).
2. (δια)φύλαξη, προστασία•соблюдение интересов государства προστασία των συμφερόντων του κράτους.
-
14 установление
-я ουδ.1. καθιέρωση, εγκαινίαση• εφαρμογή•установление надзора над кем-н. καθιέρωση παρακολούθησης κάποιου.
2. καθορισμός•, установление цен καθορισμός των τιμών•установление границ καθορισμός των συνόρων.
3. επιβολή•установление тишины επιβολή ησυχίας•
установление порядка επιβολή της τάξης.
4. καθορισμός, προσδιορισμός, εξακρίβωση, διαπίστωση•установление сил противника καθορισμός των εχθρικών δυνάμεων•
установление фактов η εξακρίβωση των γεγονότων.
5. παλ. • αποκατάσταση• -связи αποκατάσταση σύνδεσης (επικοινωνίας). -
15 теория
η θεωρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теория
-
16 класс
-а α.1. τάξη•рабочий класс εργατική τάξη•
буржуазный класс αστική τάξη•
класс эксплуататоров η τάξη των εκμεταλλευτών•
господствующий класс η κυρίαρχη τάξη•
борьбе -ов πάλη των τάξεων.
|| υποδιαίρεση•класс млекопитающих η τάξη των θηλαστικών•
класс земноводных η τάξη των αμφιβίων•
класс двудольных растений η τάξη των δικοτυλήδόνων φυτών.
|| κατηγορία• θέση•вагон третьего -а βαγόνι, τρίτης κατηγορίας•
билет первого -а εισιτήριο πρώτης θέσης.
2. σχολική υποδιαίρεση•ученик пятого -а μαθητής της πέμπτης τάξης.
|| αίθουσα διδασκαλίας•ученики вышли из -а οι μαθητές βγήκαν από την τάξη.
|| παλ. το μάθημα, η ώρα του μαθήματος•класс кончился το μάθημα τέλειωσε.
|| πλθ. -ы είδος παιγνιδιού.3. ποιότητα• κατηγορία•драгоценные камни первого -а πολύτιμα πετράδια πρώτης τάξης.
|| βαθμίδα•водитель 1-го -а οδηγός 1-ς κατηγορίας.
|| υψηλό επίπεδο•показать класс δείχνω το υψηλό επίπεδο (μεγάλη ανάπτυξη).
-
17 октябрята
-ят πλθ. (ενκ. октябрёнок, -нка α.)οχτωβριανόπουλα, μαθητές της 1-3 τάξης δημοτικού με την καθοδήγηση της πιονέρικης οργάνωσης. -
18 охранительный
επ.προστατευτικός• προφυλακτικός. || παλ. της τήρησης της παλαιάς τάξης πραγμάτων• αντιδραστικός. -
19 упрочить
-чу, -чишьρ.σ.μ.(γραπ. λόγος). || σταθεροποιώ, στερεώνω, στεργιώνω, εδραιώνω• παγιώνω•упрочить мир упрочить εδραιώνω την ειρήνη•
упрочить власть εδραιώνω την εξουσία•
упрочить союз рабочего класса с крестьяанством στεργιώνω τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά (ή και αγροτιάς)•
упрочить своё положение σταθεροποιώ την κατάσταση μου (ήτη θέση μου).
σταθεροποιούμαι, στερεώνομαι, εδραιώνομαι• εμπεδώνομαι-παγιώνομαι•положение страны -лось η κατάσταση της χώρας σταθεροπο ιήθηκε.
-
20 мода
1. (вид колебаний) о τρόπος (το είδος παλμών) 2. (характеристика случайной величины в математической статистике и теории вероятностей) о τρό-πος/χαρακτηρισμός των τυχαίων (στα μαθηματικά)· - высшего порядка - της ανωτέρας τάξης«критическая» - κρήσιμος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мода
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
απροσδιοριστίας, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, που τη διατύπωσε ο Χάιζενμπεργκ το 1927, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με αυθαίρετη ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα των σωματίων και προκειμένου… … Dictionary of Greek
λιοντάρι της θάλασσας — Κοινή ονομασία θαλάσσιων θηλαστικών της οικογένειας των ωταριιδών, της τάξης των πτερυγιοπόδων. Τα ζώα αυτά έχουν ογκώδες και ατρακτοειδές σώμα, το οποίο είναι καλυμμένο από κοντό και σκληρό τρίχωμα με χρώμα που ποικίλλει από κιτρινωπό ή… … Dictionary of Greek
δράκος της Αυστραλίας — Γένος σαύρας της Αυστραλίας, του είδους chlamydosaurus kingi, της οικογένειας των αγαμιδών, της υπόταξης των σαυρομόρφων, της τάξης των λεπιδωτών ερπετών. Είναι ζώο με μέτριο μέγεθος (μήκος έως 90 εκ.), που τρέφεται κυρίως με έντομα, αβγά πουλιών … Dictionary of Greek
πλασμώδιο της ελονοσίας — Πρωτόζωο της τάξης των αιμοσποριδίων, της ομοταξίας των σπορόζωων. Είναι παράσιτο των ερυθρών αιμοσφαιρίων του ανθρώπινου αίματος και είναι η αιτία της ελονοσίας. Ο εξελικτικός του κύκλος, που αποκαλύφτηκε με τις περίφημες εργασίες του Ιταλού… … Dictionary of Greek
μπεκάτσα της θάλασσας — (macrommphosus scolopax). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των μακροραμφοειδών, της τάξης των συγγναθομόρφων. Το ψάρι αυτό, που έχει παράξενο σχήμα και μέσο μήκος 12 εκ., ζει στους λασπώδεις βυθούς των εύκρατων και θερμών θαλασσών και τρέφεται με… … Dictionary of Greek
βελανίδια της θάλασσας — (balanidae). Οικογένεια καρκινοειδών αρθροπόδων, της τάξης των θωρακικών. Η επιστημονική ονομασία τους είναι βελανίδες. Περιλαμβάνει διάφορα γένη των γλυφών ή θαλάσσιων νερών, τα οποία ζουν κολλημένα στους βράχους των ακτών, σε ζώνες παλίρροιας.… … Dictionary of Greek
λαγός της θάλασσας — Κοινή ονομασία του γαστερόποδου μαλακίου Aplysia californica της τάξης των ανασπιδωτών. Ονομάζεται έτσι γιατί έχει στην κορυφή του κεφαλιού του δύο μακριές κεραίες που μοιάζουν με τα αφτιά του λαγού. Είναι ίσως το μεγαλύτερο γαστερόποδο του… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek